ψιλικαντζής

ψιλικαντζής
ο
θηλ. ψιλικαντζού
1. ο έμπορος ψιλικών, ο πωλητής ψιλικών.
2. αυτός που ζητάει να κερδίσει μικρά κέρδη σε βάρος των άλλων, πενταρολόγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”